- ἀνόστιμος
- ἀ-νόστιμος (νόστος): not returning; ἀνόστιμον ἔθηκαν, ‘cut off his return,’ Od. 4.182†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀνόστιμος — not returning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανόστιμος — (I) ἀνόστιμος, ον (Α) [νόστιμος] 1. εκείνος του οποίου η επιστροφή εμποδίζεται 2. (για δρόμο) εκείνος μέσω του οποίου δεν μπορεί κάποιος να επιστρέψει. (II) ἀνόστιμος, ον (Α) ο μη γευστικός, ο ἄνοστος … Dictionary of Greek
ἀνοστιμώτατα — ἀνόστιμος not returning adverbial superl ἀνόστιμος not returning neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστιμον — ἀνόστιμος not returning masc/fem acc sg ἀνόστιμος not returning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)